- κεραμωτός
- -ή, -όο στρωμένος με κεραμίδια: Η στέγη είναι κεραμωτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεραμωτός — ή, ό (Α κεραμωτός, ή, όν) [κεραμώνω] 1. καλυμμένος με κεραμίδια («κεραμωτάς... στέγας», Στράβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κεραμωτό(ν) στέγη καλυμμένη με κεραμίδια («κεραμωτῷ καταρρύτῳ», Πολ.) … Dictionary of Greek
κεραμωτά — κεραμωτός covered with tiles neut nom/voc/acc pl κεραμωτά̱ , κεραμωτός covered with tiles fem nom/voc/acc dual κεραμωτά̱ , κεραμωτός covered with tiles fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμωτόν — κεραμωτός covered with tiles masc acc sg κεραμωτός covered with tiles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμωτῷ — κεραμωτός covered with tiles masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεράμωτος — η, ο [κεραμωτός] 1. αυτός που δεν έχει στεγαστεί με κεραμίδια «σπίτι ακεράμωτο» 2. εκείνος που δεν έχει σπίτι, ο άστεγος … Dictionary of Greek
ԽԵՑԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 1 0941 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. ὁστράκινος (իբր ոստրէական, կամ ոսկրուտ), κεραμωτός . (լծ. թ. քիրէմիտտէն ). testaceus (լծ. թ. թէստիտէն ). որ եւ ԽԵՑԵԱՑ. Որ ինչ է ʼի խեցւոյ, կամ ʼի կաւոյ թրծելոյ. կաւեղէն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κεραμωτάς — κεραμωτά̱ς , κεραμωτός covered with tiles fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)